ποιηρός

ποιηρός
-ά, -όν, Α
καλυμμένος με χλόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμ-ηρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποιηρός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιηρά — ποιηρός neut nom/voc/acc pl ποιηρά̱ , ποιηρός fem nom/voc/acc dual ποιηρά̱ , ποιηρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιηρόν — ποιηρός masc acc sg ποιηρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιηρούς — ποιηρός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”